- πορτοκαλής
- ιά, ί , πορτοκαλόχρους, ους , ουν , πορτοκαλύς, ιά, ύ апельсинового цвета, оранжевый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πορτοκαλής — ιά, ί, Ν [πορτοκάλι] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού ώριμου πορτοκαλιού, πορτοκαλόχρωμος 2. το ουδ. ως ουσ. το πορτοκαλί το χρώμα τού ώριμου πορτοκαλιού 3. φρ. «το πορτοκαλί τού χρωμίου» τεχνολ. σύνολο χρωστικών ουσιών οι οποίες περιέχουν, σε… … Dictionary of Greek
πορτοκαλής, -ιά, -ί — αυτός που έχει χρώμα πορτοκαλιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεραντζάτος — η, ο [νεράντζι] αυτός που έχει το χρώμα τού νεραντζιού, πορτοκαλόχρωμος, πορτοκαλής … Dictionary of Greek
πορτοκαλόχρους — ουν, και πορτοκαλόχρωμος, η, ο, Ν 1. ο πορτοκαλής 2. το ουδ. ως ουσ. το πορτοκαλόχρουν συνθετική ουσία που δίνει κατά την βαφή το χρώμα τού ώριμου πορτοκαλιού, αλλ. το πορτοκάλι («το πορτοκαλόχρουν τού μεθυλενίου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πορτοκάλι +… … Dictionary of Greek
σανδαράκινος — η, ον, Α αυτός που έχει το χρώμα τής σανδαράκης, πορτοκαλής, πορτοκαλόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανδαράκη + κατάλ. ινος (πρβλ. ξύλ ινος)] … Dictionary of Greek